βαθύπεδος

βαθύπεδος
ος , ον низменный; расположенный в глубокой впадине (о горной местности)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "βαθύπεδος" в других словарях:

  • βαθύπεδος — ο (Α βαθύπεδος, ον) αυτός που βρίσκεται σε βαθιά πεδιάδα, ανάμεσα σε βουνά νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. βλ. λ. βαθύπεδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + πεδον < πέδον «έδαφος, γη, πεδιάδα»] …   Dictionary of Greek

  • βαθύ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής και δηλώνει: 1. αυτόν που έχει βάθος πρβλ. βαθύκολπος, βαθύπεδος, βαθύρριζος αρχ. βαθυαγκής, βαθύγαιος, βαθυδινήεις, βαθυκύμων,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»